θυρίδι

θυρίδι
θυρίς
window
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγιοθύριδο — το 1. μικρό παράθυρο τού ιερού Βήματος τής εκκλησίας 2. η τοξοειδής κόγχη πάνω από την είσοδο τού ναού, όπου είναι ζωγραφισμένη η εικόνα τού επώνυμου αγίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + θυρίδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”